- κωλοφωτιά
- η светляк, светлячок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κωλοφωτιά — η 1. πυγολαμπίδα 2. μτφ. πανέξυπνος άνθρωπος … Dictionary of Greek
κωλοφωτιά — η πυγολαμπίδα, είδος εντόμων που παρουσιάζουν στο πίσω μέρος του σώματός τους ζωηρή φωταύγεια κατά τη νύχτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κωλο- — (Μ κωλο ) α συνθετικό λέξεων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. κώλος και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στα οπίσθια ανθρώπου ή ζώου (κωλομέρι, κωλόπανο, κωλόχαρτο). Η μορφή χρησιμοποιείται συχνά με… … Dictionary of Greek
πυγολαμπίδα — η / πυγολαμπίς ίδος, ΝΜΑ το κολεόπτερο έντομο λαμπυρίς, κν. γνωστό σήμερα και ως κωλοφωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυγή + λαμπίς (< λάμπω), πρβλ. κυσο λαμπίς] … Dictionary of Greek
πυγολαμπίδα — η (ζωολ.), ομάδα εντόμων κολεοπτέρων, με χαρακτηριστικό την παραγωγή φωτός από εξειδικευμένα φωτοπαραγωγά όργανα, αλλ. λαμπυρίδα, κωλοφωτιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)